αλάγκιο

αλάγκιο
(alangium). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των αλαγκιδών. Περιλαμβάνει περίπου 20 είδη, δενδρώδη ή θαμνώδη, αειθαλή ή φυλλοβόλα, ιθαγενή των τροπικών χωρών. Το α. έχει μεγάλα φύλλα και άνθη μικρά αλλά πολύ αρωματικά. Το είδος που συνήθως καλλιεργείται είναι το δεκαπέταλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”